θέρμη, η [‘θermi]

θέρμη, η [‘θermi]: πυρετός. [αρχ. θέρμη].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από