ΔΠΗ
θάμα, το [‘θama]: θαύμα. [αρχ. ουσ. θαύμα].
Και: https://ilialang.gr/θάγμα-θάμα-το/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: