ημιπληγία, η [imipli’γia]: εγκεφαλικό: ‘Τον βάρεσε ημιπληγία και δεν μπορεί να περπατήσει’. [λόγ. < μσν. ημιπληγία < ελνστ. ἡμιπληγ(ής) ‘μισοχτυπημένος΄ -ία].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
ημιπληγία, η [imipli’γia]: εγκεφαλικό: ‘Τον βάρεσε ημιπληγία και δεν μπορεί να περπατήσει’. [λόγ. < μσν. ημιπληγία < ελνστ. ἡμιπληγ(ής) ‘μισοχτυπημένος΄ -ία].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: