ημεράδι, το [ime’raði]

ημεράδι, το [ime’raði]: είδος βελανιδιάς. [αρχ. επίθ. ήμερ(ος) + -αδι].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από