ΔΠΗ
ζόγκι, το [‘zogi]: το εξόγκωμα: ‘Έβγαλε ένα ζόγκι στο χέρι’.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση