ζυγούρι, το [zi’γuri]

ζυγούρι, το [zi’γuri]: αρνί ηλικίας δύο χρόνων. [μσν. ζυγούριν < ζυγ(ός) (επίθ.) -ούριν].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από