ζυγάλετρα, τα [zi’γaletra]

ζυγάλετρα, τα [zi’γaletra]: τα εργαλεία του οργώματος. [αρχ. ζυγ(όω) + αλέτρ(ι) -α].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από