ζυάζω [‘zʝazo]

ζυάζω [‘zʝazo]: ζυγιάζω, ζυγίζω: ‘Τα ζύασε και τα έβαλε σε πάκο’. [ζυγ(ός) -άζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: