ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
ζούπια, τα [‘zupʝa]
ζούπια, τα [‘zupʝa]: χτυπημένα, μαυρισμένα. [ζουπ(άω) -ια].
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Ζ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
,
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ