ζούμπα, η [‘zumba]

ζούμπα, η [‘zumba]: η καμπούρα. [τουρκ. zımba < περσική سمبه sumba].

Και: https://ilialang.gr/ζιούμπα-ζούμπα/


Δημοσιεύτηκε

σε

από