ζούδι, το [‘zuði]: α. γενική ονομασία για πολύ μικρά ζώα ή ζωύφια. β. (μτφ., μειωτ. και περιφρονητικά) αδύναμος, ασήμαντος άνθρωπος, ο ακοινώνητος. [μσν. ζούδιον < ελνστ. ζῴδιον (αρχ. σημ.: δες ζώδιο), με τροπή [ο > u] αναλ. προς το υποκορ. επίθημα -ούδι(ον)].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf