ζουπάω [zu’pao]

ζουπάω [zu’pao]: α. πιέζω ασφυκτικά. β. χτυπάω. [ζουπ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζουπισ-].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από