ζουμπάς, ο [zu’mbas]: α. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε. β. (χλευ.) για πολύ κοντό άνθρωπο· κοντοστούπης. [τουρκ. zιmba -ς].
ζουμπάς, ο [zu’mbas]
από
Ετικέτες:
ζουμπάς, ο [zu’mbas]: α. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε. β. (χλευ.) για πολύ κοντό άνθρωπο· κοντοστούπης. [τουρκ. zιmba -ς].
από
Ετικέτες: