ζουλάπι, το [zu’lapi]: α. άγριο ζώο. β. ως κλητική προσφώνηση ή χαρακτηρισμός προσώπου, ο οποίος δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση ο κουτοπόνηρος: ‘Είναι τελείως ζουλάπι αυτός’ [βλάχ. zulap(e) -ι ή αλβ. zullapi].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
Αφήστε μια απάντηση