ζιπούνι, το [zi’puni]: είδος λεπτού εσωρούχου για βρέφη· ζιπουνάκι. [μσν. ζιπούνιν < ζιπόνιν ( [ο > u] αναλ. προς το υποκορ. επίθημα -ούνι ή και από επίδρ. του χειλ. [p] ) < βεν. zipon -ιν (προφ. [dzipón] και πιο λαϊκή [zipón] )].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf