ζιλές, ο [zi’les]

ζιλές, ο [zi’les]: το πλεκτό πουλόβερ. [λόγ. < γαλλ. gilet < ισπαν. gileco < αραβ. jaleko (δες και γιλέκοζιλέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από