ζεύλα, η [‘zavla]: α. ξύλινο εξάρτημα το οποίο συνδέεται με τον ζυγό και περιβάλλει τον τράχηλο του ζώου. β. δύστροπο ζώο. [λόγ. < αρχ. ζεύγλη, ζεύγλα· μσν. ζεύλα < αρχ. ζεύγλα, με αποβ. του [γ] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.].
Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i