ζευγάς, ο [ze’vγas]: ο γεωργός που οργώνει με άροτρο· ζευγολάτης. [μσν. ζευγάς < ζεύγ(ος) ‘ζευγάρι βόδια΄ -άς].
ζευγάς, ο [ze’vγas]
από
Ετικέτες:
ζευγάς, ο [ze’vγas]: ο γεωργός που οργώνει με άροτρο· ζευγολάτης. [μσν. ζευγάς < ζεύγ(ος) ‘ζευγάρι βόδια΄ -άς].
από
Ετικέτες: