ζεματάω [zema’tao]

ζεματάω [zema’tao]: χτυπάω κάποιον. [ζέμ(α) -ατάω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες:

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *