ΔΠΗ
ζαπώνω [za’pono]: καταλαμβάνω κάτι αυθαίρετα,. [τουρκ. zaptiye -ώνω].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: