ζαλώνω [za’lono]

ζαλώνω [za’lono] & ζαλώνουμαι [za’lonume]: φορτώνω κτ. στην πλάτη (ανθρώπου ή ζώου)· ζαλικώνω1. || (παθ.) φορτώνομαι, παίρνω στους ώμους μου κτ. ή κπ. [ζάλ(ο) -ώνω].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: