ζακόνι, το [za’koni]

ζακόνι, το [za’koni]: συνήθεια, ελάττωμα: ‘Έχει και το ζακόνι της κουτσομπόλας’. [σλαβ. zakonă -ι (Meyer, NS II 27). Λ. ζάκανον το 10. αι. (LBG). Η λ. στο Du Cange (ιν) και σήμ. λαϊκότρ.].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από