ζαγάρι, το [za’γari]

ζαγάρι, το [za’γari]: α. κυνηγετικό σκυλί· κυνηγόσκυλο, λαγωνικό. β. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός προσώπου, συνήθ. περιφρονητικός και σπανιότερα εγκωμιαστικός· (πρβ. σκυλί): ‘Φύγε από δω βρε ζαγάρι’. [μσν. ζαγάρι < ζαγάρι(ο)ν ‘κυνηγόσκυλο΄ < τουρκ. zağari < αραβ. sakar].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από