ζαβός [za’vos]

ζαβός, -ή, -ό [za’vos]: (μτφ.) που είναι το αντίθετο από αυτό που επιθυμούμε· στραβός, στραβός κι ανάποδος, κακός: ‘Kόσμε ζαβέ!’ β. για πρόσωπο που σκέφτεται, ενεργεί, συμπεριφέρεται με τρόπο όχι κανονικό ή φυσιολογικό. α. ανόητος, βλάκας: ‘Eίναι λίγο ζαβό το κακόμοιρο’. [μσν. ζαβός ‘αγκύλος, στρεβλός, άμυαλος΄ < αραβ. zâwiyah ‘γωνία΄(;) (πρβ. μσν. ζαβιά ‘ανοησία΄)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από