ζαβρακιασμένος [zavraca’smenos]

ζαβρακιασμένος, -η, -ο [zavraca’smenos]: (μειωτ.) ο ζαρωμένος, ο κακομοίρης. [σερβ. zabor ‘ζάρα’ zabor +ακιασμένος].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από