ζαβλακώνω [zavla’kono]

ζαβλακώνω [zavla’kono]: καταπονώντας κπ. τον φέρνω σε μια κατάσταση ψυχοσωματικής και διανοητικής κατάπτωσης· αποχαυνώνω: ‘Mε ζαβλάκωσε ο ήλιος’. [< μππ. ζαβλακ(ωμένος) -ώνω (αναδρ. σχημ.) < συμφυρ. ζα(βωμένος) + βλακωμένος < μππ. του βλακώνω < βλάκ(ας) -ώνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: