ζάπι, το [‘zapi]

ζάπι, το [‘zapi]: ευχή για να τελειώσει κτ. [μσν. ζάφτι < ζάπτι με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αραβ. dabt ή τουρκ. zapt].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *