εξετάζω [ekse’tazo]

εξετάζω [ekse’tazo]: (μτφ.) είμαι προληπτικός. [εξετάζω].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: