ενί, το [e’ni]

ενί, το [e’ni]: το υνί του αλετριού. [μσν. *υνίον < ελνστ. ὕν(ιον) -ίον υποκορ. του ελνστ. ὕνις ἡ].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από