εδωπά [eðo’pa]

εδωπά [eðo’pa]: εδώ ακριβώς. [<επιφ. έδε + επίρρ. επά. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: