εδεκεί [e’ðeki]

εδεκεί [e’ðeki]: εκεί πέρα, ακριβώς εκεί, επιτόπου.

Και: https://ilialang.gr/εδεκείλια/

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: