εδά [e’ða]

εδά [e’ða]: (επίρρ.) εδώ, σ’ αυτή τη θέση. [< αρχ. επίρρ. δη – ήδη. Ο τ. ’δά και σήμ. (γρ. δα). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: