εγκώνω [e’ŋgono]

εγκώνω [e’ŋgono]: λιγώνω: ‘Δεν μπορώ να φάω άλλο! Έγκωσα!’. [< ογκώνω· αρχ. ογκόω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: