εγκοφός, ο [engo’fos]

εγκοφός, ο [engo’fos]: γοφός: ‘Μου πέσανε τ’ εγκόφια μου’ [αρχ. γόμφος ‘αρμός του σώματος΄ με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] και μετακ. του τόνου κατά το μηρός(;)].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από