είναι τος [‘inetos]

είναι τος  [‘inetos]: για κάποιον που ζει. [είναι + (αυ)τός].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: