δόκανο, το [‘ðokano]

δόκανο, το [‘ðokano]: είδος παγίδας για τη σύλληψη ζώων, που αποτελείται από δύο μεταλλικά οδοντωτά σκέλη (σιαγόνες), που κλείνουν με ελατήριο και πιάνουν το ζώο συνήθ. από το πόδι: ‘Πιάστηκε στο δόκανο’. [ελνστ. *δόκανον (πρβ. ελνστ. δοκάνη ‘διχαλωτός πάσσαλος για στήσιμο διχτυών΄, δόκανα τα ‘όρθιες παράλληλες μπάρες ενωμένες στις άκρες΄)].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από