δυχατέρα, η [ðixa’tera]

δυχατέρα, η [ðixa’tera]: θυγατέρα. [μσν. θυγατέρα με τροπή θ σε δ και γ σε χ].

Και: https://ilialang.gr/θυγατέρα-η-θiγatera/

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από