δρομόνι, το [ðro’moni]

δρομόνι, το [ðro’moni]: κόσκινο μεγάλο με φαρδιές τρύπες. [πιθ. σχετ. με το ουσ. δρομώνιον (10. αι., LBG) <ουσ. δρόμων (ορθότ. γρ. ώνι)· πβ. Ανδρ. και Δαγκ., λ. δερμόνι. Ο τ. κ.ά., καθώς και η λ. (Du Cange, Somav., λ. ώνι), και σήμ. ιδιωμ. (Δαγκ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από