δρολάπι, το [ðro’lapi]

δρολάπι, το [ðro’lapi]: ραγδαία βροχή με δυνατό άνεμο· ανεμοβρόχι. [μσν.(;) *υδρολαίλαψ, αιτ. -απα & υποκορ. *υδρολαιλάπιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και απλολ. [lela > la] < αρχ. ὑδρο- + λαῖλαψ = λαίλαπα].

Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/wp-admin/post.php?post=14161&action=edit


Δημοσιεύτηκε

σε

από