ΔΠΗ
δριμονίζω [ðrimo’nizo]: κοσκινίζω [δριμόνι ‘κόσκινο μεγάλο με φαρδιές τρύπες’ -ίζω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: