δρεπάνι, το [ðre’pani]

δρεπάνι, το [ðre’pani]: γεωργικό εργαλείο που αποτελείται από μία κοντή ξύλινη λαβή, όπου είναι προσαρμοσμένη μία στενή και ημικυκλική ατσάλινη λεπίδα, και που το χρησιμοποιούν, κρατώντας το με το ένα χέρι, για να κόβουν δημητριακά ή χόρτα. [μσν. δρεπάνι(ν) < ελνστ. δρεπάνιον υποκορ. του αρχ. δρέπανον].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από