δραγουμάνος, ο [ðraγu’manos]: ο άρχοντας, ο αγγελιοφόρος, το αφεντικό. [<αραβ. tarğumān -ος (Kahane, GR II 18)· πβ. ιταλ. dragomanno – βεν. dragoman. Ο τ. τζουρτζ <αραβ. turjuman (Καραποτόσογλου 1983: 402)· πβ. ιταλ. turcimanno. Η λ. στο Meursius (λ. δραγόμενοι), στο LBG και σήμ.].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i