δράμι, το [‘ðrami]: παλαιότερη μονάδα βάρους, το ένα τετρακοσιοστό (1/400) της οκάς. [αντδ. < μσν. δράμι(ον) < αραβ. dirhem ( [-ém] ) με μετάθ. του [r], κατά τη σημ. του τουρκ. dirhem ( [-ém], μετακ. τόνου;) < αρχ. δραχμή ‘μικρή μονάδα βάρους, δραχμή΄].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf