ΔΠΗ
δούγα, η [‘ðuγa]: κυρτή σανίδα βαρελιού, βαρελοσάνιδο [<βεν. – ιταλ. doga].
Και: https://ilialang.gr/δόγα-δούγα-η/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: