δοντάγρα, η [ðo’daγra]: οδοντιατρικό εργαλείο, είδος τανάλιας, που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή των χαλασμένων δοντιών· οδοντάγρα. [μσν. δοντάγρα < αρχ. ὀδοντάγρα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.].
δοντάγρα, η [ðo’daγra]
από
Ετικέτες:
δοντάγρα, η [ðo’daγra]: οδοντιατρικό εργαλείο, είδος τανάλιας, που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή των χαλασμένων δοντιών· οδοντάγρα. [μσν. δοντάγρα < αρχ. ὀδοντάγρα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.].
από
Ετικέτες: