διχάλα, η [δi’xala]: ξύλο που στη μία άκρη του χωρίζεται στα δύο, σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον (Y). [αρχ. (δωρ. διάλ.) διχάλα ‘το χώρισμα των μηρών΄ (επίθ. δίχηλος ‘με δύο χηλές΄)].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf