διβόλισμα, το [ði’volizma]: οργώνω για δεύτερη φορά το χωράφι, συνήθως κάθετα από το πρώτο όργωμα. [διβολισ- (διβολίζω) -μα].
διβόλισμα, το [ði’volizma]
από
Ετικέτες:
διβόλισμα, το [ði’volizma]: οργώνω για δεύτερη φορά το χωράφι, συνήθως κάθετα από το πρώτο όργωμα. [διβολισ- (διβολίζω) -μα].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση