διαβολάω [ðiavo’lao]

διαβολάω [ðiavo’lao]: οργώνω για δεύτερη φορά κάθετα ως προς την πρώτη φορά. [δύο + βολ(ίζω) -άω < βολώ < βάλλω].

Και: https://ilialang.gr/διβολίζω/


Δημοσιεύτηκε

σε

από