διασουρίζω [ðʝasu’rizo]

διασουρίζω [ðʝasu’rizo]: γυρνώ από δω και από εκεί άσκοπα.

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από