διακονιαραίος, ο [ðjakoɲa’reos]: αυτός που ζητάει από τον κόσμο μια μικρή βοήθεια, μια ελεημοσύνη για να ζήσει· ζητιάνος: [μσν. διακονιάρης < διακονι(ά) -άρης· διακονιάρ(ης) -αίος <ουσ. διακονία + κατάλ. άρης].
Και: https://ilialang.gr/διακονιάρης-ο/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i